σύγκληρον

σύγκληρον
σύγκληρος
having lots
masc/fem acc sg
σύγκληρος
having lots
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σύγκληρος — ον, Α 1. αυτός που μετέχει στον ίδιο κλήρο 2. αυτός που συνορεύει, γειτονικός («Μαραθῶνα καὶ σύγκληρον ἐλθόντα χθόνα», Ευρ.) 3. αυτός που έχει την ίδια τύχη με άλλον 4. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλῆρος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”